-
1 παρενοχλέω
A cause one much annoyance, Hp.Ep.13, Arist.Rh. 1381 b15, Mem. 453a16 ;π. τινὶ περί τινος Plb.1.8.1
: simply τινι LXXJd.14.17, al., Phld.Ir.p.86W., Act.Ap.15.19.2 c. acc., annoy, Plb.16.37.3, OGI139.16 (Egypt, ii B.C.), Hierocl. in CA8p.431M. :—[voice] Pass.,παρηνώχλησθε D.18.50
;ὑπό τινος Plb.3.53.6
; of disease,ὑπὸ νευρικῆς διαθέσεως OGI331.10
(Pergam., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρενοχλέω
См. также в других словарях:
παρενοχλώ — παρενοχλῶ, έω ΝΑ ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τόν αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται νεοελλ. στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς αρχ. 1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα… … Dictionary of Greek